- ἀγορανομίας
- ἀγορανομίᾱς , ἀγορανομίαoffice offem acc plἀγορανομίᾱς , ἀγορανομίαoffice offem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… … Dictionary of Greek
ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Καλιτσουνάκης, Δημήτριος — (Χανιά 1888 – Αθήνα 1982). Συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά και το 1919 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα. Το 1921 έγινε υφηγητής της πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1923 έως το 1959 ήταν τακτικός … Dictionary of Greek
διατιμώ — διατίμησα, διατιμήθηκα, διατιμημένος, καθορίζω την τιμή προϊόντος: Τα διατιμημένα προϊόντα υπάγονται στον έλεγχο της αγορανομίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)